κοκκοθραύστης

κοκκοθραύστης
(Coccothraustes coccothraustes). Πτηνό της οικογένειας των φριγγιλιδών ή σπιζιδών, της τάξης των στρουθιομόρφων. Το σώμα του, σε σύγκριση με το μήκος του, είναι μάλλον παχύ και μαζί με την ουρά φτάνει τα 19 εκ. Έχει στρογγυλό κεφάλι με ισχυρό και ογκώδες ράμφος, κοντή ουρά και ισχυρούς ταρσούς, μέτριου μήκους. Την άνοιξη οι κ. αποκτούν μαύρο φτέρωμα γύρω από το ράμφος και τον λαιμό, κιτρινορόδινο στο μέτωπο και καστανό στον τράχηλο. Η κοιλιά είναι συνήθως ροζ και η ουρά άσπρη στην άκρη. Ο κ., γνωστός και με τις ονομασίες διπλόσπινος, χονδρότσωνο και φλιτζούνι, χτίζει τις φωλιές του πάνω στα δέντρα. Το θηλυκό γεννά 4-6 αβγά, τα οποία κλωσάει για 2 εβδομάδες. Ο κ. τρέφεται κυρίως με σπόρους και σαρκώδεις καρπούς. Συνήθως ζει σε ορεινά δάση της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας και περνά τον χειμώνα σε παραμεσόγειες περιοχές. Ο κοκκοθραύστης ζει σε ορεινά δάση και τρέφεται με σπόρους.
* * *
ο (Α κοκκοθραύοτης)
ζωολ. γένος πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σπιζιδών και περιλαμβάνει διάφορα αγροδίαιτα και δασοδίαιτα είδη, όπως τους σπίνους, τους κριθολόγους, τα φλιτσούνια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + θραύστης (< θραύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοκκοθραύστης — grosbeak masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραύστης — ὁ (Α θραύστης) νεοελλ. ο θραυστήρας αρχ. αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) κοκκοθραύστης νεοελλ. αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης,… …   Dictionary of Greek

  • ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • ραμφός — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”